ἐπιχώσῃ

ἐπιχώσῃ
ἐπιχώσηι , ἐπίχωσις
a heaping up
fem dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επίχωση — η (AM ἐπίχωσις) [επιχώννυμι] επιχωμάτωση νεοελλ. βαθμιαία εξαφάνιση γήινου ανάγλυφου κάτω από τα ίδια του τα αποσαθρώματα μσν. εξόγκωση, μεγαλοποίηση …   Dictionary of Greek

  • επίχωση — η η επιχωμάτωση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • επιχοή — ἐπιχοή, ἡ (Α) [επιχέω] επίχωση («περὶ τῆς ἐκ τῶν ποταμῶν ἐπιχοῆς») …   Dictionary of Greek

  • Κριτίος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος χαλκοπλάστης. Στα φιλολογικά κείμενα αναφέρεται ως Κριτίας και στις επιγραφές ως Κ. Ήταν ένας από τους πρώτους τεχνίτες των οποίων το όνομα συνδέθηκε με συγκεκριμένα έργα και ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της… …   Dictionary of Greek

  • Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… …   Dictionary of Greek

  • Ονάτας — (α’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Αιγινίτης χαλκοπλάστης. Ήταν γιος του Μίκωνα. Υπογραφή του βρέθηκε σε μια βάση από την περσική επίχωση της Ακρόπολης. Έργα του θεωρούνται: ένα χάλκινο άρμα που κατασκεύασε στην Ολυμπία για μια νίκη του Ιέρωνα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”